σπίνα

σπίνα
I
Ορεινός οικισμός (21 κάτ., υψόμ. 740 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Καντάνου.
II
(Spina). Ετρουσκική πόλη στην κοιλάδα του Πάδου, κοντά στο αρχαίο στόμιο του ποταμού. Παλιότερα πίστευαν ότι ιδρύθηκε από Έλληνες αλλά οι νεώτερες έρευνες, έπειτα από την ανασκαφή 4000 τάφων που ανακαλύφθηκαν εκεί, απόδειξαν ότι επρόκειτο για καθαρά ετρουσκική πόλη, αν και είναι πιθανό ότι εγκαταστάθηκαν εκεί και Έλληνες για εμπορικούς λόγους. Η Σ. άκμασε ως τον 4o π.Χ. αι. Οι τάφοι που αποκαλύφθηκαν εκεί είναι όλοι σκαμμένοι στην επιφάνεια του εδάφους. Στη νεκρόπολη βρέθηκαν ελάχιστα μελανόμορφα αγγεία (κεραμική), ενώ τα ερυθρόμορφα αποτελούν ένα σύνολο μοναδικό στο είδος του στην ελληνική τέχνη. Στους τάφους βρέθηκαν και χρυσά κοσμήματα, μικρής όμως αξίας καθώς και λίγα χάλκινα είδη.
Aμφορέας που βρέθηκε στην περιοχή της Σπίνα.
Γενική άποψη του αρχαιολογικού χώρου της Σπίνα.
* * *
(I)
ἡ, Α
1. είδος ψαριού
2. το πουλί σπίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σπίνος* (βλ. και λ. σπίζω, σπίγγος)].
————————
(II)
η, Ν
(αρχ. αθλ.) διαχωριστικός τοίχος στο μέσο τής αρένας τών ρωμαϊκών ιπποδρομίων διακοσμημένος με αγάλματα και οβελίσκους γύρω από τον οποίο γίνονταν οι αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spina «αγκάθι, διαχωριστικός τοίχος στο μέσο τής αρένας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σπίνα — σπίνᾱ , σπίνα fem nom/voc/acc dual σπίνᾱ , σπίνα fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπίναι — σπίνα fem nom/voc pl σπίνᾱͅ , σπίνα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κουμής, Ιάκωβος — (Σπίνα Σελίνου Κρήτης ; – Μολάοι 1860). Αγωνιστής του 1821. Πριν από την έναρξη της Επανάστασης μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και αργότερα έγινε οπλαρχηγός Σελινιωτών. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στο νησί του έως το 1824, οπότε μετέβη στην… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • σπίγγος — ο, ΝΑ ο σπίνος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἰχθύς». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. σπίζω, σπίνος (για ετυμολ. βλ. λ. σπίζω). Για τη χρήση τού ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού πρβλ. σπίνα] …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μορόνι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Moroni, Αλμπίνο, Μπέργκαμο 1529 – Μπέργκαμο 1578). Ιταλός ζωγράφος, δημιουργός θρησκευτικών πινάκων, αλλά κυρίως δυνατός προσωπογράφος, ενδιαφερόμενος για την ακριβή απόδοση του χαρακτήρα των μορφών του. Μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”